Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Καμπυλωτές επιθυμίες

Μια μέρα, θα μαζέψω όλα μου τα όμικρον
και θα τα κρύψω στην τσάντα μου.
Όταν πάρω πάλι τη μπλε γραμμή
θα σας τυλίξω  με τα όμικρον
και όλοι μαζί θα ακούμε
το θόρυβο που κάνουνε οι ράγες
   όταν πάνω τους περνούν οι ρόδες
      που κρατούν τις αμαξοστοιχίες
        τον οδηγό τους ελεγκτές και τους επιβάτες  

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Το πλην του να είσαι

Λοιπόν θα σου πω κάτι που μου συνέβει κάποιον καιρό.
Είχα που λες μια σβούρα, ξέρεις από αυτές τις ξύλινες,τις παιδικές μωρέ...
αυτή που λες η σβούρα, δεν γυρνούσε ποτέ και για κανένα λόγο,
θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό να εκνευρίζεται τόσο πολύ
την γύρναγα, την ξαναγύρναγα ούρλιαζα σαν κακός μπαμπάς από πάνω της μα ούτε μια στροφή δεν έπερνε. Την αποκήρυξα λοιπόν πετώντας την στα σκοτάδια της ντουλάπας μου.
Ωρίμασα κάπως και την έβγαλα πάλι στο φως ζητώντας  εξηγήσεις για την απαράδεκτη συμπεριφορά της.
Χαμογέλασε πικρά και μου είπε πως δεν έχει πόδια.
File:Jitterbug dancers NYWTS.jpg

Υπαρξιακά θανατικά

Υποτίθεται, πως σε κάθε στρατιώτη αντιστοιχεί ένα σεντόνι
εδώ όμως μας δώσαν περισσότερα
χάρηκα στην αρχή σαν άνθρωπος
μα μετά με έπιασε ένας πηχτός φόβος
γιατί ακούστηκαν κάτι παράξενα χτυπήματα
μέσα στη γη

Των γραμμάτων παιχνιδίσματα

Βγήκα για καφέ με την Αλεξία
πήρα έναν διπλό
αυτή δεν έχει παραγγείλει κάτι
σκέφτηκα ότι δεν έχει νομίσματα στο πορτοφόλι
τη ρώτησα αν θέλει να την κεράσω
μα δεν απάντησε και υπέθεσα ότι προσβλήθηκε
ένιωσα να κοκκινίζουν τα μάγουλα μου
να ιδρώνουν οι παλάμες μου
ντράπηκα
άρχισα να μιλάω για άσχετα θέματα
έτσι για να ξεφύγω
από την αμηχανία
μίκραιναν τα πνευμόνια μου
τα μάτια μου σκούρυναν
μα το στόμα μου γεμάτο σάλια
τίποτα κανένα κεφάλι κανένα σώμα
μία μεγάλη τρύπα
 μιλάω
ακατάπαυστα
μιλούσα
φεύγανε ασχεδίαστα από μέσα μου
όλα τα γράμματα της ΑΒητου
 πέφτανε πάνω της
μα ούτε που τα τίναζε
τα πνευμόνια μου δυο κάρβουνα
μουτζουρώνουν την ΑΒ
που βγαίνει.
έτσι μαύρισα το λευκό κελί
έκλαψα
έκλαψα πολύ τότε
γιατί η Αλεξία δεν είπε λέξη 

Ε-πανα-προσδιορισμοί



Είμαι πολύ βαρύς και στο στομάχι μου
γεννιέται ο Βάκχος έλικας
τουρτουρίζω στα δάχτυλα μου
και χτυπάνε στα ξεχασμένα

Ήμουν μικρός όταν είδα τη σφαγή
Θυμάμαι που ξαγκίστρωσα
το αυτί από το κεφάλι μου
                           το έριξα κοντά σε ένα μισοφαγωμένο βατράχι
οι δυο κίτρινες τελείες του
                  κοιτούσαν
  το ασήμι στο ταβάνι
                           και το πλαστικό τρενάκι
έφευγε
   με τα πόδια του

και όταν περπάτησε το αυτί
      στον προκάτοχο του 
σφύριξε προσευχές
                 τούτη η ανωμαλία έκανε να χάσω τις αισθήσεις μου

ξυπνάω ιδρωμένος
   το αλάτι ακόμα με σκάβει
μα τι συμβαίνει, έχω γεμίσει ατέλειες


απογοητευμένος ο πρώτος
                                ο Α και ο Ω
                                ο Ηγέτης
                                Ο πρόγονος
ο πατερας
                               ξεφυσά δίπλα μου δυνατά
                               και φτάνω κάπου εκεί κοντά
                              το κουρέλι του φονιά
                                                                          να μαζεύω ότι στάζει.